- φωνητικῶς
- φωνητικόςvocaladverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φωνητικός — ή, ό / φωνητικός, ή, όν, ΝΜΑ [φωνῶ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνή ή αυτός που συντελείται με τη φωνή (α. «φωνητική μουσική» μουσική που εκτελείται χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων β. «φωνητικὸν μέρος τῆς ψυχῆς», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (για … Dictionary of Greek
-αγα — ρηματική κατάληξη παρατατικού συνηρημένων ρημάτων, π.χ. νικώ νίκαγα, πουλώ πούλαγα, τραγουδώ τραγούδαγα κ.ά. Η κατάληξη προήλθε από τον μεταπλασμό τής καταλήξεως ει τού πρτ. τών συνηρ. ρημάτων (εθώρ ει) σε ειε (εθώρ ειε), επειδή η κατάληξη ε ήταν … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
γκρεμώ — και μ(ν)άω 1. γκρεμίζω 2. καταστρέφω 3. (για άψυχα) καταρρέω, γίνομαι ερείπιο (α. «γκρέμησε το σπίτι» β. «μη φοβάσαι, δεν γκρεμάει το σπίτι» δεν υπάρχει περίπτωση να καταρρεύσει) 4. γκρεμιέμαι καταρρέω («ολημερίς νά χτίζουμε, το βράδυ να… … Dictionary of Greek
εξωτικός — και ξωτικός, ή και ιά, ό (AM ἐξωτικός, ή, όν) αυτός που προέρχεται από το εξωτερικό, ξένος («εξωτικά φυτά») μσν. νεοελλ. 1. ασυνήθιστος, αλλόκοτος 2. ο υπερβολικά όμορφος («εξωτική ομορφιά») 3. το θηλ. ως ουσ. (ε)ξωτικιά και ξωθιά α) νεράιδα β)… … Dictionary of Greek
κρατίζω — (Μ κρατίζω) 1. κρατώ 2. συγκρατώ, εμποδίζω, σταματώ νεοελλ. παρακρατώ μσν. 1. κατακρατώ, αρπάζω, κλέβω κάτι 2. μέσ. κρατίζομαι κατέχομαι από σκέψη, συλλογίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. από τον αόρ. ἐκράτησα (κρατῶ) κατά το… … Dictionary of Greek
λακτώ — (Μ λακτῶ, έω) κλοτσώ μσν. μτφ. βάζω στην άκρη, παραμερίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμ. ενεστ. τού λακτίζω από τον αόρ. ἐλάκτισα, που συνέπιπτε φωνητικώς με τον αόρ. τών ρημάτων σε ῶ] … Dictionary of Greek
φώνημα — ήματος, το, ΝΑ φθόγγος νεοελλ. 1. γλωσσ. φθόγγος που έχει διαφοροποιητική αξία στο φωνολογικό σύστημα μιας γλώσσας, συνθέτοντας έτσι τη λειτουργική της πλευρά, όπως είναι οι φθόγγοι / p /, / f /, / t /, τών οποίων η παρουσία ή η απουσία σε… … Dictionary of Greek